τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
κρεοτομῶ, -έω (Μ)κόβω το κρέας σε κομμάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -τομῶ (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμοτομώ, υλοτομώ].