κρεωπώλιον
From LSJ
τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
boucherie ou marché à la viande.
Étymologie: κρεωπώλης.
Russian (Dvoretsky)
κρεωπώλιον: τό мясная лавка Plut., Diod.
German (Pape)
τό, = κρεοπώλιον; DS. 12.24; Plut. qu.Rom. 54.