κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ου (ὁ) :boucher.Étymologie: κρέας, πωλέω.
κρεωπώλης: κρεωφάγος, κτλ., ἴδε ἐν λέξ. κρέο-
κρεωπώλης zie κρεοπώλης.
ὁ, Fleischhändler, Fleischer; Macho bei Ath. XIII.580c; Lucill. (XI.212); Theophr. char. 9.2.