κρυσταλλοειδῶς

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
comme du cristal.
Étymologie: κρυσταλλοειδής.

Russian (Dvoretsky)

κρυσταλλοειδῶς: наподобие льда, как лед (στερέμνιος Plut.).