κρυσταλλόσαρκος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek Monolingual
κρυσταλλόσαρκος, -η, -ον (Μ)
αυτός που η σάρκα του είναι διάφανη και λαμπερή σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + -σαρκος (< σάρξ, -κός), πρβλ. λιπόσαρκος, παχύσαρκος].