κρυσταλλόστερνος

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

Greek (Liddell-Scott)

κρυσταλλόστερνος: -ον, ὁ ἔχων στέρνα, στήθη ὡς τὸ κρύσταλλον, λαμπρὰ στήθη, ἐπὶ γυναικός, μῦθος δοκεῖ μοι νέκταρ ἡ θεῶν πόσις, πρὸς σὸν γλυκασμόν, κρυσταλλόστερνε ξένη Νικήτ. Εὐγέν. 4, 120.

Greek Monolingual

κρυσταλλόστερνος, -ον (Μ)
(για γυναίκα) αυτή που έχει στήθη σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. κρύσταλλον + στέρνον.