κτεατισμός

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

German (Pape)

[Seite 1518] ὁ, s. κτεανισμός.

Greek Monolingual

κτεατισμός, ὁ (Α)
βλ. κτεανισμός.