κτεανισμός

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτεᾰνισμός Medium diacritics: κτεανισμός Low diacritics: κτεανισμός Capitals: ΚΤΕΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kteanismós Transliteration B: kteanismos Transliteration C: kteanismos Beta Code: kteanismo/s

English (LSJ)

ὁ, getting wealth, Man.4.41 (pl.). (Fort. κτεατ-.)

German (Pape)

[Seite 1517] ὁ, Besitz, Man. 4, 41; man vermuthet κτεατισμός.

Greek Monolingual

κτεανισμός ή κτεατισμός, ὁ (Α)
απόκτηση πλούτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλη γρφ. του τ. κτεατισμός, η οποία οφείλεται σε επίδραση της λ. κτέανον.