κτεατισμός

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 1518] ὁ, s. κτεανισμός.

Greek Monolingual

κτεατισμός, ὁ (Α)
βλ. κτεανισμός.