κτημάτιον
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
τό, Dim. of κτῆμα, Alciphr. 1.36, PTeb.616 (ii A.D.), PFay.133 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 1519] τό, dim. von κτῆμα, ein kleines Gut, Alciphr. 1, 36.
Greek (Liddell-Scott)
κτημάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κτῆμα, Ἀλκίφρων 1. 36.
Greek Monolingual
κτημάτιον, τὸ (Α)
κτηματάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + υποκορ. κατάλ. -ιoν].