κυδόσκοπος

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

German (Pape)

[Seite 1525] ὥρη, die Ruhm verheißende, Man. 4, 35.

Greek Monolingual

κυδόσκοπος, -ον (Α)
αυτός που προαναγγέλλει δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατά-σκοπος].