κυκλάμινο

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το (Μ κυκλάμινον)
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας πριμουλίδες, με πλατιά καρδιόσχημα φύλλα και άνθη λευκά ή ροδόχροα, το οποίο φύεται στα δάση και καλλιεργείται συνήθως ως διακοσμητικό
2. το άνθος του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κυκλάμινος, με αλλαγή γένους].