κυλίνδρι

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

και κυλίνδριν, το (Α κυλίνδριον)
νεοελλ.
ειδικός κύλινδρος που χρησιμοποιείται για ισοπέδωση εδάφους και για πίεση επιστρώσεώς του
αρχ.
μικρός κύλινδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + κατάλ. -ι(ο)(ν)].