κυνηγητό

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

το
1. κυνήγημα, καταδίωξη
2. είδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο τα παιδιά τρέχουν και προσπαθούν να πιάσει το ένα το άλλο
3. μτφ. επίμονη και συστηματική επιδίωξη ή αναζήτησημετά από πολύ κυνηγητό κατόρθωσα και βρήκα τα στοιχεία που χρειαζόμουν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του ρηματ. επιθ. κυνηγητός του ρ. κυνηγώ].