πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
κυρτιῶ, -άω (Α) κυρτόςείμαι κυρτός, είμαι καμπούρης, καμπουριάζω («ἀσθενέας καὶ ἀώρους νῶτά τε κυρτιόωντας», Μαν.).