κωφώνω

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

(AM κωφῶ, -όω, Μ και κωφώνω) κωφός
προξενώ κώφωση σε κάποιον, κουφαίνω
(μσν. -αρχ.) κάνω κάποιον ή κάτι να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «κωφώνω τὰ δάκρυα» — πνίγω τα δάκρυα
β. «ὀδύνας κωφοῖ», Ιπποκρ.)
αρχ.
παθ. κωφοῦμαι, -όομαι
α) είμαι νωθρός σε κάτι
β) σιωπώ («ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα», ΠΔ)
γ) κολοβώνομαι
δ) (για νερό) χάνω τη φρεσκάδα μου.