κόσμητρον
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
τό, broom, Sch.Ar.Pax59, Suid.s.v. κάλλυντρα.
German (Pape)
[Seite 1491] τό, Werkzeug zum Putzen, der Besen; Schol. Ar. Pax 59; Suid. v. κάλλυντρον.
Greek (Liddell-Scott)
κόσμητρον: τὸ, σάρωθρον, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 59, Σουΐδ. ἐν λέξ. κάλλυντρον.
Greek Monolingual
κόσμητρον, τὸ (Α)
σάρωθρο, σκούπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. θ. κοσμη- (πρβλ. ἐ-κόσμη-σα, αόρ. του κοσμῶ) + επίθημα -τρον (πρβλ. θέλγη-τρον, φόβη-τρον)].