κύτταρο

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

το (Α κύτταρον)
νεοελλ.
1. βιολ. δομική και λειτουργική μονάδα που αποτελεί το βασικό συστατικό στοιχείο κάθε έμβιου όντος
2. φρ. «φωτοηλεκτρικό κύτταρο» — διάταξη που μετατρέπει τη φωτεινή ακτινοβολία σε ηλεκτρική ενέργεια
αρχ.
κύτταρος, κυψέλη κηρήθρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κύτταρος, με αλλαγή γένους].