λέκτορας

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

ο (Α λέκτωρ, -ωρος)
νεοελλ.
1. πανεπιστημιακός δάσκαλος που ανήκει στην τέταρτη ιεραρχική βαθμίδα (καθηγητής, αναπληρωτής καθηγητής, επίκουρος καθηγητής, λέκτορας)
2. (στη Γερμανία) αυτός που διδάσκει στο πανεπιστήμιο ξένες γλώσσες
3. (στη Σουηδία) δημόσιος δάσκαλος και παπάς συγχρόνως
4. (στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) αναγνώστης
αρχ.
(στη Ρώμη) δούλος ή απελεύθερος που είχε ως έργο να διαβάζει αναγνώσματα στον κύριό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lector < λατ. lego «διαβάζω»].