πανεπιστήμιο

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source

Greek Monolingual

το
1. ίδρυμα που παρέχει ανώτατη εκπαίδευση με σχολές θεωρητικών ή κοινωνικών και θετικών ή φυσικών επιστημών και στο οποίο αναγνωρίζεται η εξουσία να απονέμει τίτλους και βαθμούς πτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών στα διάφορα επιστημονικά πεδία
2. το σύνολο τών διδασκόντων και διδασκομένων, δηλ. οι καθηγητές και οι φοιτητές
3. το κτήριο ή το σύνολο τών πανεπιστημιακών υπηρεσιών και κτηρίων, όπως λ.χ. οι αίθουσες διδασκαλίας, τα εργαστήρια και τα διάφορα γραφεία του ιδρύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + επιστήμη. Η λ., στον λόγιο τ. πανεπιστήμιον, μαρτυρείται από το 1810 στον Αδ. Κοραή].