λήναιος
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
Greek Monolingual
λήναιος, -αία, -ον (Α) Λήναι
ως κύριο όν. α) (το ουδ. πληθ.) τὰ Λήναια (ενν. ἱερά)
εορτή στην Αθήνα που γινόταν τον μήνα Γαμηλιώνα προς τιμήν του Βάκχου και κατά την οποία τελούνταν δραματικοί αγώνες, ιδίως μεταξύ των κωμικών ποιητών
β) (το ουδ. εν.) τὸ Λήναιον
τόπος στην Αθήνα όπου γιορτάζονταν τα Λήναια
γ) (το αρσ.) Λήναιος ή Ληναῖος
i) προσωνυμία του Διονύσου
ii) ονομασία ενός μήνα στο ασιατικό ημερολόγιο.