λαγάζω

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

1. ησυχάζω, ηρεμώ, παύω να κάνω κάτι, καταλαγιάζω
2. σωπαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λήγω ή λαγαίω, κατά τα ρ. σε -άζω (πρβλ. είκω - εικάζω].