σωπαίνω

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source

German (Pape)

[Seite 1060] oder σωπιαίνω, soll Xen. in der Bdtg des Folgdn von den Hunden gebraucht haben, nach Hesych.

Greek Monolingual

ΝΜ
σιωπώ, παύω να μιλώ (α. «να σωπάσω με προστάζει / με το δάκτυλο η θεά», Σολωμ.
β. «καὶ λέγουσίν με, σώπασε, σαλέ, μὴ συντυχαίνεις», Θ. Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. παραμένω σιωπηλός, δεν μιλώ
2. μτφ. δεν εμφανίζομαι στη δημοσιότητα
3. (μτβ.) επιβάλλω σιωπή σε κάποιον, κάνω κάποιον να μη μιλήσει
4. αποσιωπώ, παρασιωπώ («φοβώντας τα περσότερα, το διάταμα σωπαίνει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐσώπασα, νεώτ. τ. του αορ. του σιωπῶ + κατάλ. -αίνω (πρβλ. εχόρτασα > χορτ-αίνω), με αποβολή του -ι- (πρβλ. σαγόνι: σιαγόνιον)].

Translations

be silent

Afrikaans: swyg; Albanian: shuj; Arabic: صَمَتَ‎, سَكَتَ‎; Armenian: լռել; Azerbaijani: susmaq; Belarusian: маўчаць; Bulgarian: мълча; Burmese: ဆိတ်; Chinese Mandarin: 緘默/缄默, 沉默; Czech: mlčet; Danish: tie; Dutch: zwijgen; Estonian: vaikima; Faroese: tiga; Finnish: vaieta, olla hiljaa; French: se taire; Georgian: გაჩუმდება; German: schweigen, still sein; Gothic: 𐌸𐌰𐌷𐌰𐌽; Greek: σωπαίνω; Ancient Greek: ἀκέω, ἀκῶ, ἀποσιγάω, ἀποσιωπάω, διασιωπάω, ἐκσιωπάω, ἠρεμάζω, σιγάω, σιγῶ, σιωπάω, σιωπῶ, στόμα φρουρεῖν, συμμύω, σωπάω, φιμοῦμαι, φρουρεῖν στόμα; Greenlandic: nipaappoq; Hebrew: שָׁתַק‎; Hindi: चुप्पी लगाना, चुप रहना, चुप लगाना; Hungarian: hallgat, csendben van, csendben marad; Icelandic: þegja; Irish: tost; Italian: tacere; Japanese: 黙る, 沈黙する; Kashubian: môłczec; Kazakh: үндемеу, сөйлемеу, айтпау; Korean: 조용히 하다, 침묵하다, 말하지 않다; Kyrgyz: унчукпоо, үндөбөө, сүйлөбөө; Lao: ນິ້ງ, ງຽບ; Latin: taceo; Latvian: klusēt; Lithuanian: tylėti; Macedonian: молчи, ќути; Middle English: swīen; Mongolian Cyrillic: чимээгүй суух, амаа үдэх; Norwegian Bokmål: tie; Old Church Slavonic Cyrillic: мльчати; Old East Slavic: мълчати; Old English: swīgian; Pashto: چوپېدل‎, خوله نيول‎, غلي کېدل‎, کمڼېدل‎; Persian: خاموش شدن‎, ساکت شدن‎; Polish: milczeć; Portuguese: calar-se; Romanian: a tăcea; Russian: молчать, безмолвствовать; Serbo-Croatian Cyrillic: мучати, ћутати, ћутјети; Roman: múčati, ćútati, ćútjeti; Slovak: mlčať; Slovene: molčati; Sorbian Lower Sorbian: mjelcaś; Upper Sorbian: mjelčeć; Spanish: callarse; Swedish: tiga, vara tyst; Tajik: хомӯш будан, сукут кардан, хомӯш шудан, сукут шудан; Tatar: дәшмәскә; Thai: นิ่ง, เงียบ, เงียบขรึม; Turkish: susmak; Ukrainian: мовчати; Uzbek: sukut qilmoq, jim turmoq; Vietnamese: im lặng, lặng thinh; Welsh: tewi; Yiddish: שווײַגן‎