λαγωοβόλον
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
τό, v. λαγωβόλον.
German (Pape)
[Seite 5] τό, poet. = λαγωβόλον, w. m. s.
Russian (Dvoretsky)
λᾰγωοβόλον: τό Anth. = λαγωβόλον.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰγωοβόλον: τό, ἴδε ἐν λέξ. λαγωβόλον.
Greek Monolingual
λαγωοβόλον, τὸ (Α)
βλ. λαγωβόλος.
Greek Monotonic
λᾰγωοβόλον: τό, = λαγωβόλον, σε Ανθ.
Middle Liddell
λᾰγωο-βόλον, ου, τό, = λαγωβόλον, Anth.]