λαδομπογιά

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

η
1. πυκυή βαφή που παρασκευάζεται με ανάμιξη λαδιού —λινελαίου— και χρωστικής ουσίας, ελαιόχρωμα
2. συνεκδ. ελαιογραφία, ζωγραφικός πίνακας φιλοτεχνημένος με ελαιοχρώματα.