λακτικός
From LSJ
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
German (Pape)
[Seite 9] zum Ausschlagen, Stoßen mit der Ferse gehörig, ἡ λακτική, sc. τέχνη, im Gegensatz der πυκτική, eine besondere Kunst des Ringens, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λακτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ λακτίζειν· ἡ λακτικὴ (δηλ. τέχνη), τὸ λακτίζειν κατὰ τὴν πάλην, ἀντίθετ. τῷ πυκτική, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 230Β.