λαμπράτος

From LSJ

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056

Greek Monolingual

λαμπρᾱτος, -η, -ον (Μ) λαμπρός
αυτός που εκπέμπει λαμπρό φως, λαμπερός.