λεξιλόγιο
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
Greek Monolingual
το
1. το σύνολο τών λέξεων μιας γλώσσας
2. το σύνολο τών λέξεων που είναι χαρακτηριστικές προσώπων, μιας κατηγορίας ατόμων, μιας εποχής, μιας σχολής ή ενός συγγραφέα
3. κατάλογος τών άγνωστων λέξεων βιβλίων ή κειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + περιληπτ. κατάλ. -λόγιο (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. ημερολόγιο, κτηματολόγιο. Η λ., στον λόγιο τ. λεξιλόγιον, μαρτυρείται από το 1853 στον Κάρολο Φαβρίκιο].