λεξιλόγιο

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source

Greek Monolingual

το
1. το σύνολο τών λέξεων μιας γλώσσας
2. το σύνολο τών λέξεων που είναι χαρακτηριστικές προσώπων, μιας κατηγορίας ατόμων, μιας εποχής, μιας σχολής ή ενός συγγραφέα
3. κατάλογος τών άγνωστων λέξεων βιβλίων ή κειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + περιληπτ. κατάλ. -λόγιο (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. ημερολόγιο, κτηματολόγιο. Η λ., στον λόγιο τ. λεξιλόγιον, μαρτυρείται από το 1853 στον Κάρολο Φαβρίκιο].