λευκοπέτηλος

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοπέτηλος Medium diacritics: λευκοπέτηλος Low diacritics: λευκοπέτηλος Capitals: ΛΕΥΚΟΠΕΤΗΛΟΣ
Transliteration A: leukopétēlos Transliteration B: leukopetēlos Transliteration C: lefkopetilos Beta Code: leukope/thlos

English (LSJ)

λευκοπέτηλον, white-leaved, Poet.de herb.8.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοπέτηλος: -ον, ἔχων λευκὰ πέταλα, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 8.

Greek Monolingual

λευκοπέτηλος, -ον (Α)
(για φυτό) αυτό που έχει λευκά πέταλα.