λεχώιος

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek (Liddell-Scott)

λεχώιος: -ον, (λεχὼ) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λεχώ, λοετρὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1014· δῶρα λεχ., προσφερόμενα εἰς τὴν λεχώ, κατὰ τὸν τοκετὸν, Ἀνθ. Π. 7. 166· - Ρείης... λεχώιον, ὁ τόπος ἔνθα ἡ Ρέα ἐγέννησε τὸ ἑαυτῆς τέκνον, Καλλ. εἰς Δία. 14.

Greek Monolingual

λεχώϊος, -ον θηλ. και λεχωϊάς (Α)
βλ. λεχώος.

Middle Liddell

λεχώιος, ον [from λεχώ
of or belonging to child-bed, δῶρα λεχ. presents made at the birth, Anth.