λιγύμοχθος
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
German (Pape)
[Seite 43] sich mit hellem Gesange abmühend, ἀηδών, Ar. Av. 1381, v. l. λιγύμυθος.
Russian (Dvoretsky)
λιγύμοχθος: без устали и звонко поющий (Arph. - v. l. λιγύφθογγος).