λιγύπνους

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιγύπνους Medium diacritics: λιγύπνους Low diacritics: λιγύπνους Capitals: ΛΙΓΥΠΝΟΥΣ
Transliteration A: ligýpnous Transliteration B: ligypnous Transliteration C: ligypnous Beta Code: ligu/pnous

English (LSJ)

-ουν, contr. for λιγύπνοος.

Greek Monolingual

λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)
(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δίπνοιος / θεόπνους].