λιμφός
From LSJ
τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
English (LSJ)
συκοφάντης, ἢ μηνυτὴς παρανόμων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 48] ὁ, erkl. Hesych. συκοφάντης u. φειδωλός.
Greek (Liddell-Scott)
λιμφός: λιμφεύω, τύποι ἰσοδύναμοι τοῖς λιμβ-, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λιμφός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «συκοφάντης, ἤ μηνυτὴς παρανόμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι παλαιότερες απόψεις κατά τις οποίες η λ. συνδέεται με τα ἀλείφω, λίπος ή με μέσο άνω γερμ. slimp «λοξά» δεν είναι αποδεκτές].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: συκοφάντης. η μηνυτης παρανόμων H.
Derivatives: λιμφεύειν ἀπατᾶν H
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Quite doubtful hypotheses are rejected by Bq (s. also WP. 2, 403).