λιπουρία

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. η παρουσία λιπιδίων στα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipurie < lip(o)- (< λίπος) + -urie (< οὖρον)].