λιποϊκός

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
φρ. «λιποϊκό οξύ»
(χημ.-βιοχ.) ετεροκυκλική οργανική ένωση, μονοκαρβονικό οξύ, που διαδραματίζει ουσιώδη ρόλο στη μετατροπή του πυρουβικού οξέος σε ακετυλοσυνένζυμο Α μέσα στα κύτταρα.