λιχνιστήρι

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source

Greek Monolingual

το λιχνίζω
το όργανο με το οποίο γίνεται το λίχνισμα τών σιτηρών.