λογικό

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source

Greek Monolingual

το (AM λογικόν) (και στον πληθ. τα λογικά)
1. ο νους, η διάνοια, το πνεύμα
2. ο ορθός λόγος, η ορθή κρίση
νεοελλ.
φρ. α) «έχασα το λογικό μου» ή «έχασα τα λογικά μου» — παραφρόνησα
β) «έλα στα λογικά σου» — σκέψου σωστά, λογικέψου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τύπος ουδετέρου του επιθ. λογικός.