λογιστέον
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
A one must reckon, Vett.Val.264.9; λ. ἀπό… one must deduct from.., τὴν τροφὴν… ἀπὸ τῶν ἑβδομήκοντα μνῶν… λογιστέον D.27.36.
2 one must impute, τινί τι Hld.1.15.
II one must take into account, τι Pl.Ti.62a.
2 one must reason, Men. 531.9.
Greek (Liddell-Scott)
λογιστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ὑπολογίσῃ ἢ ἀφαιρέσῃ..., ἴδε ἐν λ. λογίζομαι Ι. 4. 2) πρέπει τις νὰ ἀποδώσῃ τι εἴς τινα, νὰ θεωρήσῃ τι ὡς ἀνῆκον εἴς τινα, τινί τι Ἡλιόδ. 1. 15. ΙΙ. πρέπει τις νὰ λογαριάσῃ τις τι Πλάτ. Τίμ. 61E. 2) πρέπει τις νὰ σκεφθῇ, νὰ συλλογισθῇ, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 2. 9.
Greek Monotonic
λογιστέον: ρημ. επίθ. του λογίζομαι, πρέπει να υπολογίσουμε ή να αφαιρέσουμε, σε Δημ.