λογχοδρέπανο

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

το (AM λογχοδρέπανον)
λόγχη που φέρει δρεπανοειδή αιχμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + δρέπανο(ν)].