μάτσο

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

το
1. δεσμίδα ομοειδών πραγμάτων («ένα μάτσο πράσα»)
2. επιμήκης δεσμίδα νήματος («ένα μάτσο κλωστή»)
3. μτφ. πλήθος, μεγάλη ποσότητα («μού αράδιασε ένα μάτσο ψευτιές»)
3. φρ. α) «μάτσο έχω τα χιλιάρικα» — έχω αρκετά χρήματα
β) «μάτσο μού τά 'στείλε ο Θεός» — μού ήλθαν πολλές ατυχίες μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mazzo].