μαράγγιασμα
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
Greek Monolingual
και μαράγκιασμα, το μαραγγιάζω
1. (για φυτά, καρπούς και άνθη) μάρανση, μαρασμός
2. μτφ. γέρασμα.