μαράζι

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

το
1. μαρασμός
2. φυματίωση, φθίση
3. μεγάλη πίκρα και στενοχώρια, μακροχρόνια θλίψη («από τότε που έφυγε ο γιος της έχει κρυφό μαράζι στην καρδιά»)
4. φρ. «μέ τρώει το μαράζι» — μελαγχολώ από μεγάλη θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maraz].