ματάκι

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

το
1. υποκορ. του μάτι («τί έχει το ματάκι του μωρού;»)
2. φρ. «κάνω ματάκι» — ανοιγοκλείνω γρήγορα το βλέφαρο του ματιού μου για να γνέψω σε κάποιον κάτι ή για να κανονίσω ερωτική συνάντηση
3. παιχνίδι που παίζεται με βώλους από δύο παίκτες πάνω σε ομαλό έδαφος
4. (στον πληθ. με κτητ. αντ.) ματάκια μου
προσφώνηση που εκφράζει τρυφερότητα («δεν ήθελα, ματάκια μου, να σέ πληγώσω»).