ματαιομοχθώ

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

ματαιομοχθῶ, -έω (Α)
κοπιάζω, μοχθώ μάταια, ματαιοπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ματαιόμοχθος < μάταιος + μοχθῶ].