οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
ματαιομοχθῶ, -έω (Α)κοπιάζω, μοχθώ μάταια, ματαιοπονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ματαιόμοχθος < μάταιος + μοχθῶ].