ματαιομοχθώ

From LSJ

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source

Greek Monolingual

ματαιομοχθῶ, -έω (Α)
κοπιάζω, μοχθώ μάταια, ματαιοπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ματαιόμοχθος < μάταιος + μοχθῶ].