ματαιοφρονώ
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Greek Monolingual
ματαιοφρονῶ, -έω (Α) ματαιόφρων
σκέπτομαι άσκοπα και ανόητα, ματαιοδοξώ.