φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
-η, -οαυτός που ασχολείται σοβαρά με πράγματα ανάξια λόγου, αεροκόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -σπουδός (< σπουδή), πρβλ. κενόσπουδος, φιλόσπουδος].
umsonst bemüht, eifrig, Sp.