κενόσπουδος

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενόσπουδος Medium diacritics: κενόσπουδος Low diacritics: κενόσπουδος Capitals: ΚΕΝΟΣΠΟΥΔΟΣ
Transliteration A: kenóspoudos Transliteration B: kenospoudos Transliteration C: kenospoudos Beta Code: keno/spoudos

English (LSJ)

κενόσπουδον, zealous about frivolities, Hipparch. 1.3.11, Plu.2.560b, 1061c; κενόσπουδον τάχος 'more haste, less speed', Heliod. ap.Orib.47.14.3; τὸ κενόσπουδον = pursuit of empty things, D.L.9.67; τὰ κενόσπουδα = matters of mere curiosity, Cic. Att.9.1.1. Adv. κενοσπούδως = with vain effort, with wasted zeal, Plu.2.234e.

German (Pape)

[Seite 1417] der leere, nichtige Dinge ernstlich betreibt, Plut. adv. St. 7, 22 u. a. Sp. – Adv., Artemid. 4, 84.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'attache à des choses futiles.
Étymologie: κενός, σπουδή.

Russian (Dvoretsky)

κενόσπουδος:
1 занятый пустяками Plut.;
2 пустяковый, ничтожный: τὰ κενόσπουδα Cic. пустяки.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κενόσπουδος, -ον)
αυτός που ασχολείται με κενά, μάταια, μηδαμινά πράγματα, ματαιόσπουδος, ματαιόσχολος, αεροκόπος
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ κενόσπουδα
τα αντικείμενα απλής περιέργειας.
επίρρ...
κενοσπούδως (Α)
με κενή, μάταιη σπουδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -σπουδος (< σπουδή < σπεύδω), πρβλ. καινόσπουδος, φιλόσπουδος].