μεγαλειώδης
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
Greek Monolingual
-ες μεγαλείο
γεμάτος μεγαλείο, μεγαλοπρεπής, λαμπρός («μεγαλειώδης υποδοχή»).
επίρρ...
μεγαλειωδώς
με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα.